Οι παραμυθένιοι έpωτες δεν έχουν happy-end

της Τίνας Παπαβασιλείου

Σε ένα σκοτεινό σημείο της ψυχής, αθέατο και ιερό, κρύβουν το ανεκπλήρωτο παραμύθι τους. Αν μπορούσαν να το εξομολογηθούν σε φίλους θα έτρωγαν τα μούτρα τους και όλοι θα τους συμβούλευαν να επισκεφθούν ψυχολόγο, να το ξεπεράσουν και να τραβήξουν όλο ευθεία, στους έρωτες τους γήινους και βιώσιμους. Γιατί κακά τα ψέματα, αυτοί οι έρωτες δεν είναι βιώσιμοι και το πιθανότερο είναι να καθιερώνονται ως παραμυθένιοι, επειδή δεν ευοδώθηκαν ποτέ, όταν ήρθε η ώρα της κρίσης.

Άνοιξαν την πόρτα κι ήταν εκεί μπροστά σαν καθρέφτης ο ένας του άλλου, κάτι απροσδιόριστο εγγυόταν ότι βρήκαν το άλλο τους μισό. Το μυαλό σκάλωσε σε μια συγκεκριμένη φράση, σε ένα βλέμμα που φαινόταν να χαμογελάει στον ουρανό, σε πράγματα που στους κοινούς θνητούς φαντάζουν λεπτομέρειες, ενώ γι’αυτούς τους δύο συνοψίζουν τον κόσμο όλο. Μπορεί να είναι ένα τραγούδι που νόμιζαν κι οι δυο ότι αυτοί ανακάλυψαν πρώτοι. Η κοινή εμμονή στον ελληνικό καφέ. Η λατρεία προς τη γοητεία των ακαλύπτων ανάμεσα στα τσιμεντόκουτα της μεγαλούπολης. Ο τρόπος που εκείνος ξέρει να δαμάζει στο στόμα του μια ροζ τσίχλα για να της φτιάξει μια δεύτερη φούσκα μέσα στην πρώτη. Η σκιά που ρίχνουν οι βλεφαρίδες στα μάγουλά της όταν κοιμάται.

Είναι αναμφίβολα έρωτας. Όμως, σε κάποιο σημείο η ιστορία πηγαίνει στραβά. Απόσταση, timing, δουλειά. Σε αυτό το σημείο ο έρωτας προάγεται σε παραμυθένιο και ανεκπλήρωτο. Πατάνε και οι δυο παύση, έτσι τα συμφώνησαν ένα στεναχωρημένο βράδυ στη βεράντα, γράφοντας σε πεντακάθαρα αγγλικά “To be continued…” στο εξώφυλλο της ιστορίας τους. Ύστερα την κρύβουν κάτω από ένα ξεχαρβαλωμένο πλακάκι στο δωμάτιο και τη θρονιάζουν αόρατη στην καρδιά τους. Μοναδικό μέτρο σύγκρισης όλων των εν δυνάμει εραστών και ερωμένων που θα τους προσεγγίσουν.

Συνεχίζουν να ζουν τη ζωή τους σε κατάσταση ομηρίας. Διαβεβαιώνουν τον σημερινό σύντροφό τους ότι είναι δοσμένοι σε αυτόν ψυχή τε και σώματι, αλλά το βράδυ κοιμίζουν στο ίδιο μαξιλάρι, απαγωγέα κι όμηρο, τον εαυτό τους. Η σκέψη που τους καθησυχάζει λίγο πριν παραδοθούν στο όνειρο είναι ότι κάπου εκεί έξω, έχουν βρει το άλλο μισό τους, που υποφέρει σιωπηρά εξίσου κάνοντας υπομονή. Όταν. Μόλις. Αν. Ίσως. Θα.

Το πρωί ανοίγουν τα μάτια και χρειάζονται λίγα λεπτά προτού αναγνωρίσουν το υφιστάμενο έτερον ήμισυ, γιατί τα τέως κλειστά βλέφαρά τους στοιχειώνονται οικειοθελώς από το παραμύθι. Χαμογελάνε με ειλικρίνεια κι ανυπόκριτο έρωτα και σηκώνονται να φτιάξουν καφέ μετά το πρώτο φιλί. Ετοιμάζουν παρέα το μεσημεριανό, αφήνουν ραβασάκια στην πόρτα του ψυγείου, στέλνουν μηνύματα σαχλά κι ερωτευμένα την ώρα της δουλειάς και το βράδυ τους παίρνει ο ύπνος αγκαλιά. Και σε όλο αυτό το διάστημα τίποτα δεν μαρτυρά τη μικρή ρωγμή στα θεμέλια παρόντος και μέλλοντος. Όλο αυτό τον καιρό το ζουν με την ψυχή τους, αλλά εκείνο το κομμάτι το κρατούν στη ζωή, έστω και στην κατάψυξη. Κανείς κι ούτε οι ίδιοι δεν παίρνουν είδηση πως στη σκοτεινή εκείνη γωνία της ψυχής διαδραματίζεται η ίδια εικόνα με εκείνη που ζουν τώρα, μόνο που το έργο έχει άλλο πρωταγωνιστή.

Περνούν τα χρόνια. Το «όταν» πλησιάζει, το «θα» προ των πυλών, το «μόλις» μόλις κατέφθασε. Κι έτσι ένα ωραίο πρωί, στο βωμό του «μια φορά κι έναν καιρό» θυσιάζουν τα πάντα και τους πάντες. Γίνεται η πολυπόθητη απόψυξη στα ψυγεία και των δυο κι επαναφέρουν τον έρωτα στη ζωή τους. Για λίγο καιρό τα χέρια είναι ενωμένα, τα σώματα κουμπώνουν απόλυτα και τα πέλματα απέχουν κάμποσα εκατοστά από το έδαφος τώρα που επιτέλους περπατάνε μαζί.

Μα ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός. Γιατί σε γιατρεύει ακόμα κι όταν δεν αποζητάς τη θεραπεία του.

Γιατί ανοίγει κάποιος μια κουρτίνα στο δωμάτιο και φαίνονται στο παρουσιολόγιο όλες οι απουσίες.

Γιατί γυρνάει κάποιος διακόπτης στην απόμερη εκείνη κάμαρα της ψυχής και φωτίζει τα αγαπημένα πρόσωπα σκληρά και αδυσώπητα. Και τα βλέπουν όπως πραγματικά είναι. Αλλαγμένα.

Γιατί από εκείνη τη μικρή ρωγμή που είχαν αφήσει και οι δυο, τώρα το φως τους τυφλώνει και αντικρίζουν αυτό που δεν είχαν υπολογίσει ποτέ ότι θα βρουν απέναντί τους: έναν άγνωστο.

Και σπάνε σε χιλιάδες λαμπερά κομμάτια σαν τον πάγο που είχε σχηματιστεί γύρω από την ιστορία τους. Και γίνονται αφρός στο κύμα. Είναι το δηλητηριασμένο μήλο, το κοιμισμένο παλάτι, ο κύκνος που ξεψύχησε προλαβαίνοντας ένα μονάχα άσμα. Χωρίζουν οι δρόμοι τους και τους μένει μονάχα ένα σακατεμένο αλφάβητο που αποδέχθηκε την ήττα του και έδωσε τον ορισμό τους πάνω στην ταφόπλακα της ιστορίας τους, εκεί λίγο πιο κάτω από την παλιά υπόσχεση συνέχισης: Οι παραμυθένιοι έρωτες δεν έχουν happy-end.

Via


Νεότερη Παλαιότερη