Ένα άρθρο της Ψυχιάτρου Dr Kelly Brogan
Όταν βλέπω καινούριους ασθενείς, δεν τους συνταγογραφώ φάρμακα. Οι ασθενείς που έρχονται σε μένα ξέρουν ότι σκοπεύω να τους βοηθήσω να κατανοήσουν «γιατί» βιώνουν «αυτό» που τους συμβαίνει.
Αφού μειώσω τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών μου, αν τα συμπτώματα παρουσιαστούν ξανά εφαρμόζουμε εναλλακτικές θεραπείες.
Αν κι έχουν επίγνωση της βασικής θέσης μου στο θέμα της συνταγογράφησης φαρμάκων, αυτό δεν φαίνεται να εμποδίζει κάποιους ασθενείς από το να ζητήσουν αντικαταθλιπτικά χάπια πιστεύοντας ότι αυτό θα αποτελέσει μια γρήγορη λύση στο πρόβλημά τους. Από πού έμαθαν άραγε να σκέφτονται και να ζητούν κάτι τέτοιο;
Ίσως αυτό να αντικατοπτρίζει το 49% των ασθενών που ζητούν φάρμακα επηρεασμένοι από τις διαφημίσεις των φαρμακευτικών εταιρειών. Με βάση αυτή τη ζήτηση, 7 στις 10 φορές οι γιατροί συνταγογραφούν φάρμακα, διότι οι ασθενείς έμαθαν από τις διαφημίσεις ότι έχουν κάποιο «πρόβλημα» που θα πρέπει να λύσουν με φαρμακευτική αγωγή.
Σε μια περίοδο 10 ετών από το 1999 έως το 2008, το ποσό που χρησιμοποιήθηκε για την άμεση διαφήμιση στον καταναλωτή τριπλασιάστηκε από το 1,3 στα 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διατέθηκαν για την ενημέρωση των ασθενών σχετικά με την ανάγκη τους για ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή. Η «μαζική παροχή» Αναστολέων Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης δεν οφείλεται στην καλή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας τους, ούτε στην αποτελεσματικότητά τους ή την ασφαλή χρήση τους. Στην πραγματικότητα, δεν οφείλεται σε κανένα από τα παραπάνω.
Όπως δήλωσε ο καθηγητής της Νευροεπιστήμης Elliot Valenstein, όσα διαβάζουν γιατροί και κοινό σχετικά με τις ψυχικές ασθένειες δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικά όλων των διαθέσιμων πληροφοριών.
Αντίστροφος συλλογισμός: τι ακριβώς θεραπεύουμε;
Αν ρωτούσατε κάποιους ανθρώπους στο δρόμο για την αιτία της κατάθλιψης, είναι πολύ πιθανόν να απαντήσουν παπαγαλίζοντας τη φράση «οφείλεται στην έλλειψη σεροτονίνης». Η υπόθεση αυτή, που είναι γνωστή ως υπόθεση μονοαμίνης, προέκυψε από τις παρατηρήσεις των παρενεργειών που σχετίζονταν με τη διάθεση στη θεραπεία ασθενών που έπασχαν από φυματίωση με ιπρονιαζίδη, η οποία είχε κάποια ανασταλτική επίδραση στη διάσπαση των μονοαμινών.
Από την τυχαία παρατήρηση και τις διφορούμενες συζητήσεις για τον ρόλο της ρεζερπίνης στην πρόκληση και τη θεραπεία καταστάσεων κατάθλιψης, γεννήθηκε αυτή η θεωρία. Οι 6 δεκαετίες ερευνών που ακολούθησαν και πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς οι οποίοι δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε φαρμακευτική αγωγή, ήταν αντικρουόμενες, μπερδεμένες και ασαφείς και μια κριτική επισκόπηση της υπόθεσης μονοαμίνης ανέφερε τα εξής: δεν υπάρχει άμεση απόδειξη ανεπάρκειας σεροτονίνης ή νορεπινεφρίνης παρά τις χιλιάδες έρευνες που έχουν διεξαχθεί για την επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης”.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και μια ανάλυση στο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» για τη μείζονα κατάθλιψη, η οποία αναφέρει: πολυάριθμες μελέτες των μεταβολιτών νορεπινεφρίνης και σεροτονίνης στο πλάσμα, τα ούρα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, καθώς και μεταθανάτιες μελέτες ασθενών με κατάθλιψη, δεν έχουν επιβεβαιώσει την υποτιθέμενη ανεπάρκεια”.
Διερευνώντας αυτή την ενδιαφέρουσα κι απλή ιδέα για την ύπαρξη χημικής ανεπάρκειας, δεν είμαστε σε θέση να μετρήσουμε τις ποσότητες σεροτονίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ούτε να εξηγήσουμε τις εσωτερικές διεργασίες των 14 διαφορετικών τύπων υποδοχέων σεροτονίνης.
Επίσης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το τεράστιο ποσοστό των νευρώνων μεταφοράς σεροτονίνης ούτε και για την ασθενή αλληλεπίδραση μεταξύ των 100 νευροδιαβιβαστών που είναι ενεργοί στον εγκέφαλο. Ο δρ Daniel Carlat, συγγραφέας του βιβλίου «Unhinged», γράφει τα εξής: Έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι έχουμε ανακαλύψει θεραπείες για τις ψυχικές ασθένειες…όταν στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσα λίγα για την υποκείμενη νευροβιολογία των αιτιών τους, οι θεραπείες μας συχνά αποτελούν απλώς μια σειρά από δοκιμές και λάθη».
Πώς λειτουργούν τα φάρμακα;
Ακόμη κι αν δεχτούμε την υπόθεση ότι αυτά τα φάρμακα είναι πράγματι ωφέλιμα, το να κάνουμε ιατρική διάγνωση με βάση αυτή την παρατήρηση είναι το ίδιο με το να λέμε ότι όταν κάποιος είναι ντροπαλός φταίει η έλλειψη αλκοόλ ή ότι η ημικρανία οφείλεται στην έλλειψη κωδεΐνης.
Και στους συναδέλφους μου που εφαρμόζουν ολιστική προσέγγιση και οι οποίοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι από τη χορήγηση τρυπτοφάνης και υδροξυτρυπτοφάνης σε ασθενείς που δεν είχαν λάβει ποτέ πριν παρόμοια φαρμακευτική αγωγή, θέλω να υπενθυμίσω ότι η μοναδική φορά που η μειωμένη τρυπτοφάνη είχε συσχετιστεί με κακή διάθεση ήταν σε ασθενείς που είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία με Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης.
Έχουμε μάθει να συνδέουμε τη σεροτονίνη με την καλή διάθεση, αλλά στην πραγματικότητα η υψηλή σεροτονίνη έχει συνδεθεί με ασθένειες, όπως το καρκινοειδές σύνδρομο, τη νόσο του Αλτσχάιμερ, τον αυτισμό και τη σχιζοφρένεια.
Η χαμηλή στάθμη των μεταβολιτών της σεροτονίνης (5H1AA) είναι ενδεικτική της ροής της σεροτονίνης καθώς και αποτέλεσμα της αυξημένης σεροτονίνης στη νευρική σύναψη. Η κατάσταση αυτή έχει συσχετιστεί με την τάση αυτοκτονίας, τα βίαια εγκλήματα, τον αλκοολισμό, τη βουλιμία και την επιδειξιομανία! Σαφώς λοιπόν και δεν έχουμε να κάνουμε με την απλή νοοτροπία του «όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο» ούτε και ψάχνουμε να βρούμε μια «ισορροπημένη αναλογία».
Κυνηγώντας αυτό το μοτίβο και επιδιώκοντας να αλλάξουμε τα επίπεδα σεροτονίνης είναι σαν να προσπαθούμε να συνδέσουμε ένα σωρό από διάσπαρτες κουκίδες με μια μεγάλη ευθεία γραμμή – προφανώς θα πρέπει να αγνοήσουμε αυτές που δεν εφαρμόζουν σωστά. Και ποιός ο ρόλος των γονιδίων; Μήπως κάποιος έχει γεννηθεί με αυτό το ελάττωμα;
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες για τον εντοπισμό «του ελαττωματικού γονιδίου», μια λανθασμένη θεωρία που ξεκίνησε το 2003 και η οποία υποστήριζε ότι όσοι γεννιούνται με μια παραλλαγή του μεταφορέα της σεροτονίνης είχαν 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη, αργότερα ανατράπηκε από μια μετα-ανάλυση 14.000 ασθενών η οποία διέψευσε αυτή τη σύνδεση.
Ο δρ Insel, επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, δήλωσε τα εξής: «Παρά τις υψηλές προσδοκίες, ούτε η γονιδιωματική ούτε η μαγνητική τομογραφία επηρέασαν τη διάγνωση ή τη θεραπεία των 45 εκατομμυρίων Αμερικανών που υποφέρουν κάθε χρόνο από σοβαρές ή μέτριες ψυχικές παθήσεις».
Ο δρ Daniel Carlat συνεχίζει λέγοντας: «Όπου υπάρχει κάποιο κενό στην επιστήμη, οι φαρμακευτικές εταιρείες σπεύδουν να δημιουργήσουν ένα μήνυμα μάρκετινγκ και να το ονομάσουν επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, η ψυχιατρική έχει αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για εξωφρενικούς χειρισμούς της επιστήμης στην υπηρεσία του κέρδους».
Οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες πλέκουν έναν ελκυστικό μύθο
Κάθε χρόνο δαπανώνται 11 δισεκατομμύρια δολάρια για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, οι φαρμακευτικές εταιρείες διαθέτουν 625 λομπίστες, ενώ χρηματοδοτούν πάνω από το 70% των δοκιμών του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ. Καλοπιάνουν τους γιατρούς, τους δίνουν δείγματα, παροτρύνουν τους ασθενείς να «συμβουλευτούν τον γιατρό τους», δωροδοκούν συμβούλους προκειμένου να μιλήσουν σε επιστημονικά συνέδρια, διαφημίζονται σε ιατρικά περιοδικά, χρηματοδοτούν την ιατρική εκπαίδευση και προωθούν αφανείς συγγραφείς (ghostwriters), υποβάλουν επιλεκτικά και περιττά στοιχεία προς δημοσίευση. Οι ψυχιατρικές μελέτες που χρηματοδοτούνται από φαρμακευτικές εταιρείες έχουν 4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να δημοσιευτούν αν είναι θετικές, ενώ μόνο το 18% των ψυχιάτρων γνωστοποιούν τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους όταν δημοσιεύουν στοιχεία. Οι μελέτες τους επιτρέπουν: τη διαδικασία έκπλυσης των εικονικών φαρμάκων (με σκοπό την απαλλαγή όσων είναι πιθανό να ανταποκριθούν στο εικονικό φάρμακο προτού το πόρισμα της μελέτης ενισχύσει τα αποτελέσματα). την αντικατάσταση όσων δεν ανταποκρίθηκαν στο φάρμακο. την αναίρεση της τυφλής κλινικής δοκιμής με τη χρήση αδρανών εικονικών φαρμάκων, έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν ότι έχουν υποβληθεί σε θεραπεία. τη χρήση ηρεμιστικών ταυτόχρονα με τη μελέτη της φαρμακευτικής αγωγής.
Σε μια διάσημη πλέον μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2008 στο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», ο δρ Turner και άλλοι προσπάθησαν να εκθέσουν την έκταση της παραποίησης των δεδομένων. Ύστερα από γενναίες προσπάθειες να αποκαλύψουν αδημοσίευτα δεδομένα, διαπίστωσαν ότι στο χρονικό διάστημα 1987 – 2004, εγκρίθηκαν 12 είδη αντικαταθλιπτικών με βάση 74 μελέτες. Τα 38 ήταν θετικά και κυκλοφόρησαν τα 37 από αυτά. Τα 37 ήταν αρνητικά (δεν είχαν κανένα όφελος) και 3 από αυτά κυκλοφόρησαν ως τέτοια, 11 ως σχετικά θετικά (με βάση πάντα τα δεδομένα κι όχι το συμπέρασμα του συγγραφέα!), και 22 δεν κυκλοφόρησαν καθόλου.
Δεδομένου ότι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ απαιτεί 2 μελέτες για να εγκρίνει ένα φάρμακο, μπορείτε να δείτε τον τρόπο που οι εταιρείες αυτές στρίβουν το κέρμα επανειλημμένα έως ότου φέρουν κορώνα ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα ψάξει το θέμα. Ο Robert Whitaker, συγγραφέας των βιβλίων «Anatomy of An Epidemic» και «Mad In America», αναφέρει ότι οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την ακρίβεια των στοιχείων και παρέχουν πληροφορίες που αλλοιώνουν την ιατρική φροντίδα των ασθενών θέτοντάς τους σε κίνδυνο.
Το κόστος αυτής της χειραγώγησης πληροφοριών είναι η απώλεια της συγκατάθεσης των ασθενών ύστερα από ενημέρωση από τον θεράποντα ιατρό, αφού οι γιατροί δεν είναι σε θέση να μοιραστούν με τους ασθενείς τους κινδύνους και τα οφέλη των φαρμάκων. Αυτό συμβαίνει διότι τα οφέλη κατασκευάζονται και οι κίνδυνοι δεν αποκαλύπτονται (ύστερα από δοκιμές μόλις 5-6 εβδομάδων) ή παραμένουν άγνωστοι.
Φάρμακα πλασέμπο: γιατί είναι τόσο «αποτελεσματικά»
Παρά τις προσπάθειες των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών, η αλήθεια σχετικά με αυτά τα φάρμακα-βόμβες για τον εγκέφαλο βγαίνει στην επιφάνεια. Το 1998, ο δρ Irving Kirsch, ένας εμπειρογνώμονας στο φαινόμενο πλασέμπο, δημοσίευσε μια μετα-ανάλυση 3.000 ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, ψυχοθεραπεία, φάρμακα πλασέμπο ή καμία θεραπεία και διαπίστωσε ότι το 27% της ανταπόκρισης στη θεραπεία οφειλόταν στη δράση του κανονικού φαρμάκου.
Ακολούθησε επανεξέταση το 2008, για την οποία επικαλέστηκε τον Νόμο περί ελευθερίας των πληροφοριών προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε αδημοσίευτες μελέτες, και διαπίστωσε ότι, συμπεριλαμβανόμενων αυτών, τα αντικαταθλιπτικά ξεπερνούσαν σε απόδοση το εικονικά φάρμακα μόνο σε 20 από τις 46 δοκιμές (λιγότερες από τις μισές!) και ότι η συνολική διαφορά ανάμεσα στα κανονικά και τα εικονικά φάρμακα ήταν 1,7 μονάδες στην Κλίµακα Κατάθλιψης του Hamilton. Αυτή η μικρή προσαύξηση ήταν κλινικά ασήμαντη και πιθανόν αναφερόταν στις παρενέργειες από τη χρήση του φαρμάκου (καταστολή ή εγρήγορση).
Ο Kirsch ανακάλυψε ότι οι ασθενείς που υπέφεραν από σοβαρή κατάθλιψη είχαν μικρότερη ανταπόκριση στα εικονικά φάρμακα, ενδεχομένως δίνοντας την εντύπωση κάποιας αυξημένης αποτελεσματικότητας των φαρμάκων, όπως βρέθηκε από τον δρα Fournier και άλλους. Όταν χρησιμοποιήθηκε ενεργό ψευδοφάρμακο, η Βάση Δεδομένων Κοχρέιν βρήκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στα κανονικά φάρμακα και τα εικονικά εξαφανίστηκε, προσδίδοντας αξιοπιστία στον ισχυρισμό ότι το αδρανές ψευδοφάρμακο ενισχύει την αποτελεσματικότητα των κανονικών.
Σε απάντηση των συστάσεων που δόθηκαν το 2005 από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Κλινικής Αριστείας (NICE) ότι οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης πρέπει να χορηγούνται πρώτοι στη θεραπευτική αγωγή κατά της κατάθλιψης, οι Kirsch και Moncrieff επισήμαναν ότι τα δεδομένα της NICE έδειχναν διαφορά 1 μονάδας στην Κλίµακα Κατάθλιψης του Hamilton ανάμεσα στα κανονικά και τα εικονικά φάρμακα κι ότι το εύρημα δεν αφορούσε τους ασθενείς που έπασχαν από πιο βαριά κατάθλιψη.
Η διαπίστωση της τεράστιας επίδρασης των εικονικών φαρμάκων αναφέρθηκε επίσης και σε δύο διαφορετικές μετα-αναλύσεις του δρος Khan και άλλων που βρήκαν διαφορά 10% ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα των εικονικών φαρμάκων και των αντικαταθλιπτικών καθώς και παρεμφερή ποσοστά αυτοκτονιών. Η μεγαλύτερη μη χρηματοδοτούμενη από τη βιομηχανία των φαρμάκων μελέτη κόστισε στο δημόσιο 35.000.000 δολάρια, συμμετείχαν 4000 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Celexa (η έρευνα δεν ήταν τυφλή, οπότε γνώριζαν τι φάρμακο είχαν λάβει) και οι μισοί από αυτούς παρουσίασαν βελτίωση σε 8 εβδομάδες. Εκείνοι που δεν βελτιώθηκαν άλλαξαν αγωγή κι έλαβαν Wellbutrin , Effexor ή Zoloft ή «ενισχύθηκαν» με Buspar ή Wellbutrin.
Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια; Ανεξάρτητα από την αγωγή που ακολούθησαν, παρουσίασαν ύφεση των συμπτωμάτων στο ίδιο εντυπωσιακό ποσοστό 18-30%. Μόνο το 3% των ασθενών βρισκόταν σε ύφεση για 12 μήνες.
Τι πειράζει λοιπόν αν η ύφεση οφείλεται στο φαινόμενο πλασέμπο; Αποτελέσματα υπάρχουν, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, οπότε ποιός ενδιαφέρεται; Σε αυτό το σημείο πάντως, εγώ και άλλοι ψυχίατροι και επαγγελματίες υγείας ενδιαφερόμαστε: για πρώτη φορά συνειδητοποίησα την εξαρτησιογόνα φύση αυτών των φαρμάκων όταν διέκοψα τη λήψη του Zoloft σε μια ασθενή εν αναμονή μιας εγκυμοσύνης κατά το προσεχές έτος, η οποία βίωσε για περίπου 6 μήνες παρατεταμένο στερητικό σύνδρομο που ξεκίνησε δύο μήνες μετά την τελευταία δόση. Αυτό ήταν κάτι του οποίου η αντιμετώπιση δεν συμπεριλαμβανόταν στην εκπαίδευσή μου.
Τι ακριβώς κάνουν αυτά τα φάρμακα; Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουμε ελάχιστα. Μας αρέσει να προσκολλόμαστε σε απλές εξηγήσεις, αλλά ακόμη και τα ονόματα των διαφόρων αντικαταθλιπτικών και των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης και της νορεπινεφρίνης είναι παραπλανητικά.
Τα φάρμακα αυτά απέχουν πολύ από τον προσδιορισμό «επιλεκτικά». Σε μια σημαντική ανάλυσή του ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NIMH) ισχυρίστηκε ότι τα αντικαταθλιπτικά «δημιουργούν διαταραχές στη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών» αναγκάζοντας τον οργανισμό να αντισταθμίσει την αλλαγή μέσω μιας σειράς προσαρμογών που επέρχονται μετά από «χρόνια χορήγηση» και που οδηγούν τον εγκέφαλο να λειτουργεί, μετά από μερικές εβδομάδες, με έναν τρόπο «ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικό από τη φυσιολογική του κατάσταση».
Οι αλλαγές στην πυκνότητα των β-αδρενεργικών υποδοχέων, η ευαισθησία του αυτοϋποδοχέως σεροτονίνης και η ροή της σεροτονίνης συμβαίνουν στην προσπάθεια του οργανισμού να ανταποδώσει την επίθεση του φαρμάκου.
Ο δρ Andrews και άλλοι το ονόμασαν αυτό «αντιθετική ανοχή» και μέσα από μια προσεκτική μετα-ανάλυση 46 μελετών απέδειξαν ότι ο κίνδυνος υποτροπής του ασθενούς είναι ευθέως ανάλογος με το πόσο «δραστική» είναι η φαρμακευτική αγωγή, και ο οποίος βέβαια θα είναι πάντα υψηλότερος σε σχέση με τα εικονικά φάρμακα (44,6% έναντι 24,7%). Αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα της μειωμένης υποτροπής που οφειλόταν στη συνεχή φαρμακευτική αγωγή θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αντίδραση που προκαλείται από τη διακοπή μιας ουσίας στην οποία ο οργανισμός έχει αναπτύξει ανοχή. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα αναφέρουν τα εξής: Για παράδειγμα, σε φυσικές μελέτες ασθενείς που δεν υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή είχαν πολύ μικρότερα επεισόδια κατάθλιψης και καλύτερες μακροπρόθεσμες προοπτικές συγκριτικά με τους ασθενείς που έπαιρναν φάρμακα (Coryell et al., 1995, Goldberg et al., 1998, Posternak et al., 2006). Πολλές από αυτές τις μελέτες έχουν δείξει ότι η μέση διάρκεια ενός επεισοδίου μείζονος κατάθλιψης χωρίς θεραπεία είναι 12-13 εβδομάδες (Coryell et al., 1995, Posternak et al., 2006).
Δεδομένου ότι η άμεση αντικαταθλιπτική αγωγή της μείζονος κατάθλιψης απαιτεί αρκετές εβδομάδες προκειμένου να μειώσει τα συμπτώματα, η διάρκεια των επεισοδίων χωρίς αγωγή είναι πολύ μικρότερη από τη συνιστώμενη διάρκεια της θεραπείας με φάρμακα. Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία με φάρμακα μπορεί να καθυστερήσει τη θεραπεία των καταθλιπτικών επεισοδίων».
Οι ερευνητές του Χάρβαρντ κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το 50% των ασθενών που διέκοψαν τα φάρμακα υποτροπίασαν μέσα σε 14 μήνες. Για του λόγου το αληθές: Η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη…είναι πιθανόν οι αντικαταθλιπτικοί παράγοντες να τροποποιήσουν τη σύνδεση των νευρωνικών συνάψεων, πράγμα το οποίο όχι μόνο καθιστά αναποτελεσματικά τα αντικαταθλιπτικά, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει μια μόνιμη, μη αντιμετωπίσιμη καταθλιπτική κατάσταση».
Καταναλωτές προσοχή!
Σε αυτό το σημείο θα πούμε για τα μικρά γνωστά άσχημα αποτελέσματα που σχετίζονται με τη μακροχρόνια φαρμακευτική θεραπεία. Δεν θα επικεντρωθούμε στον κίνδυνο αυτοκτονίας και χρήσης βίας, αιμορραγίας ή ακόμη και καταστολής της λίμπιντο και σεξουαλικής δυσλειτουργίας ή απάθειας (ή της εξάρτησης από τη «μαγευτική γοητεία των φαρμάκων», όπως την αποκαλεί ο δρ Peter Breggin), την αύξηση του σωματικού βάρους και τη δυσγλυκαιμία. Ας επικεντρωθούμε στα στοιχεία που δείχνουν τον τρόπο που η ικανότητά σας να λειτουργήσετε μακροπρόθεσμα έχοντας κατάθλιψη σαμποτάρεται σε σημαντικό βαθμό λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία του πρώτου επεισοδίου κατάθλιψης.
Το ζήτημα αυτό διερευνήθηκε από τον Robert Whitaker και μπορεί να συνοψιστεί στις ακόλουθες μελέτες. Μακροχρόνιες μελέτες απέδειξαν κακή έκβαση λειτουργικότητας για όσους έλαβαν φαρμακευτική θεραπεία με το 60% των ασθενών να εξακολουθούν να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ένα χρόνο (παρ’ όλο που παρουσίασαν παροδική βελτίωση μέσα στους πρώτους 3 μήνες). Δύο μελέτες υποστηρίζουν ότι αν μια σοβαρή ψυχολογική κατάσταση ελεγχθεί από την αρχή, είναι πιθανότερη η ύπαρξη χειρότερης έκβασης για όσους λαμβάνουν φάρμακα με συνταγή γιατρού:
Η μία υποστήριξε ότι ασθενείς που δεν ακολούθησαν ποτέ φαρμακευτική αγωγή παρουσίασαν βελτίωση σε ποσοστό 62% σε 6 μήνες, ενώ ασθενείς που έλαβαν φάρμακα παρουσίασαν μείωση των συμπτωμάτων μόνο κατά 33%. Η δεύτερη μελέτη πραγματοποίησε έρευνα σε ασθενείς με κατάθλιψη σε 15 πόλεις και διαπιστώθηκε ότι στο τέλος του έτους εκείνοι που δεν είχαν εκτεθεί σε ψυχοτρόπα φάρμακα διέθεταν πολύ καλύτερη γενική υγεία κι ότι τα συμπτώματά τους ήταν πολύ πιο ήπια, ενώ ταυτόχρονα είχαν λιγότερες πιθανότητες να εξακολουθούν να είναι «ψυχικά άρρωστοι».
Οι αποκαλύψεις δεν τελείωσαν ακόμα.
Σε μια αναδρομική έρευνα 10 ετών που έγινε στην Ολλανδία, το 76% των ατόμων με κατάθλιψη που δεν έλαβε φάρμακα συνήλθε χωρίς υποτροπή συγκριτικά με το 50% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε αγωγή. Σε αντίθεση με το χάος των αντιφατικών μελετών γύρω από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, δεν υπάρχουν συγκρίσιμες μελέτες που να δείχνουν μακροπρόθεσμα θετικότερα αποτελέσματα σε όσους έλαβαν αντικαταθλιπτικά.
Ίσως εκείνο που απασχολεί περισσότερο έναν γιατρό ολιστικής προσέγγισης είναι τα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η μακροχρόνια θεραπεία με αντικαταθλιπτικά υπονομεύει στην πραγματικότητα τα γνωστό και προφανή οφέλη της άσκησης! Τα οφέλη της άσκησης στη θεραπεία της κατάθλιψης ήταν παρόμοια με αυτά από τη χρήση του Zoloft αλλά μειώνονταν όταν συνδυάζονταν με το Zoloft, ενώ οι ασθενείς υποτροπίασαν σε υψηλότερα ποσοστά συγκριτικά με τότε που ασκούνταν χωρίς λήψη φαρμάκων.
Η εμπορική εκμετάλλευση της ασθένειας
Ο Robert Whitaker μας βοηθά να θυμηθούμε κάτι: πριν από την ευρεία χρήση των αντικαταθλιπτικών, το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας είχε ενημερώσει το ευρύ κοινό ότι οι άνθρωποι συχνά επανέρχονται ύστερα από ένα καταθλιπτικό επεισόδιο και συνήθως δεν το παθαίνουν και δεύτερη φορά. Τώρα πλέον έχουμε ραγδαία αύξηση του ποσοστού δυσκολίας στη χορήγηση των ραγδαία αυξανόμενων ιατρικών συνταγών. Ο Whitaker συγκέντρωσε και ανέλυσε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι ημέρες εργασίας που χάνονται αυξάνονται με τη φαρμακευτική αγωγή, όπως επίσης και το ποσοστό μακροχρόνιας αναπηρίας (19% έναντι 9%), ενώ η συχνότητα απώλειας του «κύριου κοινωνικού ρόλου» και «ανικανότητας» είναι 3-7 φορές μεγαλύτερη με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Αντίθετα, το 85% των ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή ανάρρωσαν μέσα σε έναν χρόνο, με το 67% να το καταφέρνει μέσα σε 6 μήνες – μια πραγματικά αξιοζήλευτη στατιστική.
Τι συμβαίνει λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Από το ξεκίνημά του το 1952 και την περιβόητη ένταξη της ομοφυλοφιλίας ως ένα διαγνώσιμο σύνδρομο, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών έχει πλέον προσθέσει περισσότερες από 300 διαγνώσεις στην πέμπτη έκδοσή του, όλες κατόπιν γενικής συναίνεσης μιας επιτροπής αποτελούμενης από επαγγελματίες με αντικρουόμενα συμφέροντα και εμπλοκή φαρμακευτικών εταιρειών. O Allen Frances από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια αναφέρει: Η μαζική ιατρικοποίηση της κανονικότητας ευτελίζει τις ψυχικές διαταραχές και οδηγεί σε έναν κατακλυσμό από περιττές φαρμακευτικές αγωγές – ένα πραγματικό χρυσωρυχείο για τη φαρμακευτική βιομηχανία, αλλά ένα τεράστιο κόστος για τους νέους ψευδώς θετικούς ασθενείς που πιάνονται στο τεράστιο δίχτυ του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών».
Πρέπει να απελευθερώσουμε το ευρύ κοινό από τα «μάγια», να απορρίψουμε το μιμίδιο της σεροτονίνης και να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την κατάθλιψη (όπως επίσης και το άγχος, τη διπολική διαταραχή, τη σχιζοφρένεια, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή κλπ) γι’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα – μια απελπισμένη έκφραση του οργανισμού που αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε κάποιον στρεσογόνο παράγοντα. Πρέπει να εντοπίζουμε τα τρωτά σημεία, τις στάσεις ζωής που μπορούν να τροποποιηθούν, να ενισχύσουμε τη βασική κυτταρική λειτουργία, την αποτοξίνωση και το ανοσοποιητικό σύστημα. Στην εξατομικευμένη φαρμακευτική αγωγή, αυτές οι αφηρημένες έννοιες χάνουν το νόημά τους, διότι εστιάζουν μόνο στο «τι» των συμπτωμάτων με έναν ιμπρεσιονιστικό, μη ακριβή τρόπο. Τόσο χρήσιμο όσο το να ισχυριζόμαστε ότι ο πυρετός είναι η ασθένεια και το παυσίπονο η θεραπεία. Η Ψυχιατρική έχει τραγουδήσει το κύκνειο άσμα της κι ο γοερός θρήνος της ακούγεται ακόμα.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η δρ Brogan ασχολείται με την Ψυχιατρική, την Ψυχοσωματική Ιατρική, την Ψυχιατρική της Αναπαραγωγής και την Ολιστική Ιατρική και εφαρμόζει τη Λειτουργική Ιατρική, η οποία προσεγγίζει την ασθένεια ως μια εκδήλωση στα αλληλένδετα συστήματα του οργανισμού. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στη Γνωστική Νευροεπιστήμη στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, σπούδασε και πήρε υποτροφία στο Μπελιβό / Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης. Είναι μία από τους λίγους γιατρούς με εκπαίδευση στην Περιγεννητική Ψυχιατρική εφαρμόζοντας ολιστική προσέγγιση κατά τη διάρκεια θεραπείας των ασθενών με έμφαση στην περιβαλλοντική ιατρική και τη διατροφή. Είναι μητέρα δύο παιδιών και ενεργή υποστηρίκτρια της εμπειρίας του τοκετού, των δικαιωμάτων γεννήσεων των γυναικών καθώς και του περιορισμού των περιττών παρεμβάσεων, γεγονός που πηγάζει από την εμπειρία της στην ανάλυση δεδομένων ασφαλείας και τη συγκατάθεση των ασθενών ύστερα από ενημέρωσή τους σχετικά με τις ιατρικές πρακτικές. Είναι ιατρική διευθύντρια της εκπομπής «Fearless Parent» και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής «GreenMedInfo.com» και «Pathways to Family Wellness». Εργάζεται στη Νέα Υόρκη και διδάσκει στο Μπελιβό / Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης.
Πηγή
Via
Όταν βλέπω καινούριους ασθενείς, δεν τους συνταγογραφώ φάρμακα. Οι ασθενείς που έρχονται σε μένα ξέρουν ότι σκοπεύω να τους βοηθήσω να κατανοήσουν «γιατί» βιώνουν «αυτό» που τους συμβαίνει.
Αφού μειώσω τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών μου, αν τα συμπτώματα παρουσιαστούν ξανά εφαρμόζουμε εναλλακτικές θεραπείες.
Αν κι έχουν επίγνωση της βασικής θέσης μου στο θέμα της συνταγογράφησης φαρμάκων, αυτό δεν φαίνεται να εμποδίζει κάποιους ασθενείς από το να ζητήσουν αντικαταθλιπτικά χάπια πιστεύοντας ότι αυτό θα αποτελέσει μια γρήγορη λύση στο πρόβλημά τους. Από πού έμαθαν άραγε να σκέφτονται και να ζητούν κάτι τέτοιο;
Ίσως αυτό να αντικατοπτρίζει το 49% των ασθενών που ζητούν φάρμακα επηρεασμένοι από τις διαφημίσεις των φαρμακευτικών εταιρειών. Με βάση αυτή τη ζήτηση, 7 στις 10 φορές οι γιατροί συνταγογραφούν φάρμακα, διότι οι ασθενείς έμαθαν από τις διαφημίσεις ότι έχουν κάποιο «πρόβλημα» που θα πρέπει να λύσουν με φαρμακευτική αγωγή.
Σε μια περίοδο 10 ετών από το 1999 έως το 2008, το ποσό που χρησιμοποιήθηκε για την άμεση διαφήμιση στον καταναλωτή τριπλασιάστηκε από το 1,3 στα 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διατέθηκαν για την ενημέρωση των ασθενών σχετικά με την ανάγκη τους για ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή. Η «μαζική παροχή» Αναστολέων Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης δεν οφείλεται στην καλή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας τους, ούτε στην αποτελεσματικότητά τους ή την ασφαλή χρήση τους. Στην πραγματικότητα, δεν οφείλεται σε κανένα από τα παραπάνω.
Όπως δήλωσε ο καθηγητής της Νευροεπιστήμης Elliot Valenstein, όσα διαβάζουν γιατροί και κοινό σχετικά με τις ψυχικές ασθένειες δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικά όλων των διαθέσιμων πληροφοριών.
Αντίστροφος συλλογισμός: τι ακριβώς θεραπεύουμε;
Αν ρωτούσατε κάποιους ανθρώπους στο δρόμο για την αιτία της κατάθλιψης, είναι πολύ πιθανόν να απαντήσουν παπαγαλίζοντας τη φράση «οφείλεται στην έλλειψη σεροτονίνης». Η υπόθεση αυτή, που είναι γνωστή ως υπόθεση μονοαμίνης, προέκυψε από τις παρατηρήσεις των παρενεργειών που σχετίζονταν με τη διάθεση στη θεραπεία ασθενών που έπασχαν από φυματίωση με ιπρονιαζίδη, η οποία είχε κάποια ανασταλτική επίδραση στη διάσπαση των μονοαμινών.
Από την τυχαία παρατήρηση και τις διφορούμενες συζητήσεις για τον ρόλο της ρεζερπίνης στην πρόκληση και τη θεραπεία καταστάσεων κατάθλιψης, γεννήθηκε αυτή η θεωρία. Οι 6 δεκαετίες ερευνών που ακολούθησαν και πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς οι οποίοι δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε φαρμακευτική αγωγή, ήταν αντικρουόμενες, μπερδεμένες και ασαφείς και μια κριτική επισκόπηση της υπόθεσης μονοαμίνης ανέφερε τα εξής: δεν υπάρχει άμεση απόδειξη ανεπάρκειας σεροτονίνης ή νορεπινεφρίνης παρά τις χιλιάδες έρευνες που έχουν διεξαχθεί για την επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης”.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και μια ανάλυση στο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» για τη μείζονα κατάθλιψη, η οποία αναφέρει: πολυάριθμες μελέτες των μεταβολιτών νορεπινεφρίνης και σεροτονίνης στο πλάσμα, τα ούρα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, καθώς και μεταθανάτιες μελέτες ασθενών με κατάθλιψη, δεν έχουν επιβεβαιώσει την υποτιθέμενη ανεπάρκεια”.
Διερευνώντας αυτή την ενδιαφέρουσα κι απλή ιδέα για την ύπαρξη χημικής ανεπάρκειας, δεν είμαστε σε θέση να μετρήσουμε τις ποσότητες σεροτονίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ούτε να εξηγήσουμε τις εσωτερικές διεργασίες των 14 διαφορετικών τύπων υποδοχέων σεροτονίνης.
Επίσης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το τεράστιο ποσοστό των νευρώνων μεταφοράς σεροτονίνης ούτε και για την ασθενή αλληλεπίδραση μεταξύ των 100 νευροδιαβιβαστών που είναι ενεργοί στον εγκέφαλο. Ο δρ Daniel Carlat, συγγραφέας του βιβλίου «Unhinged», γράφει τα εξής: Έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι έχουμε ανακαλύψει θεραπείες για τις ψυχικές ασθένειες…όταν στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσα λίγα για την υποκείμενη νευροβιολογία των αιτιών τους, οι θεραπείες μας συχνά αποτελούν απλώς μια σειρά από δοκιμές και λάθη».
Πώς λειτουργούν τα φάρμακα;
Ακόμη κι αν δεχτούμε την υπόθεση ότι αυτά τα φάρμακα είναι πράγματι ωφέλιμα, το να κάνουμε ιατρική διάγνωση με βάση αυτή την παρατήρηση είναι το ίδιο με το να λέμε ότι όταν κάποιος είναι ντροπαλός φταίει η έλλειψη αλκοόλ ή ότι η ημικρανία οφείλεται στην έλλειψη κωδεΐνης.
Και στους συναδέλφους μου που εφαρμόζουν ολιστική προσέγγιση και οι οποίοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι από τη χορήγηση τρυπτοφάνης και υδροξυτρυπτοφάνης σε ασθενείς που δεν είχαν λάβει ποτέ πριν παρόμοια φαρμακευτική αγωγή, θέλω να υπενθυμίσω ότι η μοναδική φορά που η μειωμένη τρυπτοφάνη είχε συσχετιστεί με κακή διάθεση ήταν σε ασθενείς που είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία με Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης.
Έχουμε μάθει να συνδέουμε τη σεροτονίνη με την καλή διάθεση, αλλά στην πραγματικότητα η υψηλή σεροτονίνη έχει συνδεθεί με ασθένειες, όπως το καρκινοειδές σύνδρομο, τη νόσο του Αλτσχάιμερ, τον αυτισμό και τη σχιζοφρένεια.
Η χαμηλή στάθμη των μεταβολιτών της σεροτονίνης (5H1AA) είναι ενδεικτική της ροής της σεροτονίνης καθώς και αποτέλεσμα της αυξημένης σεροτονίνης στη νευρική σύναψη. Η κατάσταση αυτή έχει συσχετιστεί με την τάση αυτοκτονίας, τα βίαια εγκλήματα, τον αλκοολισμό, τη βουλιμία και την επιδειξιομανία! Σαφώς λοιπόν και δεν έχουμε να κάνουμε με την απλή νοοτροπία του «όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο» ούτε και ψάχνουμε να βρούμε μια «ισορροπημένη αναλογία».
Κυνηγώντας αυτό το μοτίβο και επιδιώκοντας να αλλάξουμε τα επίπεδα σεροτονίνης είναι σαν να προσπαθούμε να συνδέσουμε ένα σωρό από διάσπαρτες κουκίδες με μια μεγάλη ευθεία γραμμή – προφανώς θα πρέπει να αγνοήσουμε αυτές που δεν εφαρμόζουν σωστά. Και ποιός ο ρόλος των γονιδίων; Μήπως κάποιος έχει γεννηθεί με αυτό το ελάττωμα;
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες για τον εντοπισμό «του ελαττωματικού γονιδίου», μια λανθασμένη θεωρία που ξεκίνησε το 2003 και η οποία υποστήριζε ότι όσοι γεννιούνται με μια παραλλαγή του μεταφορέα της σεροτονίνης είχαν 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη, αργότερα ανατράπηκε από μια μετα-ανάλυση 14.000 ασθενών η οποία διέψευσε αυτή τη σύνδεση.
Ο δρ Insel, επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, δήλωσε τα εξής: «Παρά τις υψηλές προσδοκίες, ούτε η γονιδιωματική ούτε η μαγνητική τομογραφία επηρέασαν τη διάγνωση ή τη θεραπεία των 45 εκατομμυρίων Αμερικανών που υποφέρουν κάθε χρόνο από σοβαρές ή μέτριες ψυχικές παθήσεις».
Ο δρ Daniel Carlat συνεχίζει λέγοντας: «Όπου υπάρχει κάποιο κενό στην επιστήμη, οι φαρμακευτικές εταιρείες σπεύδουν να δημιουργήσουν ένα μήνυμα μάρκετινγκ και να το ονομάσουν επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, η ψυχιατρική έχει αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για εξωφρενικούς χειρισμούς της επιστήμης στην υπηρεσία του κέρδους».
Οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες πλέκουν έναν ελκυστικό μύθο
Κάθε χρόνο δαπανώνται 11 δισεκατομμύρια δολάρια για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, οι φαρμακευτικές εταιρείες διαθέτουν 625 λομπίστες, ενώ χρηματοδοτούν πάνω από το 70% των δοκιμών του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ. Καλοπιάνουν τους γιατρούς, τους δίνουν δείγματα, παροτρύνουν τους ασθενείς να «συμβουλευτούν τον γιατρό τους», δωροδοκούν συμβούλους προκειμένου να μιλήσουν σε επιστημονικά συνέδρια, διαφημίζονται σε ιατρικά περιοδικά, χρηματοδοτούν την ιατρική εκπαίδευση και προωθούν αφανείς συγγραφείς (ghostwriters), υποβάλουν επιλεκτικά και περιττά στοιχεία προς δημοσίευση. Οι ψυχιατρικές μελέτες που χρηματοδοτούνται από φαρμακευτικές εταιρείες έχουν 4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να δημοσιευτούν αν είναι θετικές, ενώ μόνο το 18% των ψυχιάτρων γνωστοποιούν τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους όταν δημοσιεύουν στοιχεία. Οι μελέτες τους επιτρέπουν: τη διαδικασία έκπλυσης των εικονικών φαρμάκων (με σκοπό την απαλλαγή όσων είναι πιθανό να ανταποκριθούν στο εικονικό φάρμακο προτού το πόρισμα της μελέτης ενισχύσει τα αποτελέσματα). την αντικατάσταση όσων δεν ανταποκρίθηκαν στο φάρμακο. την αναίρεση της τυφλής κλινικής δοκιμής με τη χρήση αδρανών εικονικών φαρμάκων, έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν ότι έχουν υποβληθεί σε θεραπεία. τη χρήση ηρεμιστικών ταυτόχρονα με τη μελέτη της φαρμακευτικής αγωγής.
Σε μια διάσημη πλέον μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2008 στο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», ο δρ Turner και άλλοι προσπάθησαν να εκθέσουν την έκταση της παραποίησης των δεδομένων. Ύστερα από γενναίες προσπάθειες να αποκαλύψουν αδημοσίευτα δεδομένα, διαπίστωσαν ότι στο χρονικό διάστημα 1987 – 2004, εγκρίθηκαν 12 είδη αντικαταθλιπτικών με βάση 74 μελέτες. Τα 38 ήταν θετικά και κυκλοφόρησαν τα 37 από αυτά. Τα 37 ήταν αρνητικά (δεν είχαν κανένα όφελος) και 3 από αυτά κυκλοφόρησαν ως τέτοια, 11 ως σχετικά θετικά (με βάση πάντα τα δεδομένα κι όχι το συμπέρασμα του συγγραφέα!), και 22 δεν κυκλοφόρησαν καθόλου.
Δεδομένου ότι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ απαιτεί 2 μελέτες για να εγκρίνει ένα φάρμακο, μπορείτε να δείτε τον τρόπο που οι εταιρείες αυτές στρίβουν το κέρμα επανειλημμένα έως ότου φέρουν κορώνα ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα ψάξει το θέμα. Ο Robert Whitaker, συγγραφέας των βιβλίων «Anatomy of An Epidemic» και «Mad In America», αναφέρει ότι οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την ακρίβεια των στοιχείων και παρέχουν πληροφορίες που αλλοιώνουν την ιατρική φροντίδα των ασθενών θέτοντάς τους σε κίνδυνο.
Το κόστος αυτής της χειραγώγησης πληροφοριών είναι η απώλεια της συγκατάθεσης των ασθενών ύστερα από ενημέρωση από τον θεράποντα ιατρό, αφού οι γιατροί δεν είναι σε θέση να μοιραστούν με τους ασθενείς τους κινδύνους και τα οφέλη των φαρμάκων. Αυτό συμβαίνει διότι τα οφέλη κατασκευάζονται και οι κίνδυνοι δεν αποκαλύπτονται (ύστερα από δοκιμές μόλις 5-6 εβδομάδων) ή παραμένουν άγνωστοι.
Φάρμακα πλασέμπο: γιατί είναι τόσο «αποτελεσματικά»
Παρά τις προσπάθειες των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών, η αλήθεια σχετικά με αυτά τα φάρμακα-βόμβες για τον εγκέφαλο βγαίνει στην επιφάνεια. Το 1998, ο δρ Irving Kirsch, ένας εμπειρογνώμονας στο φαινόμενο πλασέμπο, δημοσίευσε μια μετα-ανάλυση 3.000 ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, ψυχοθεραπεία, φάρμακα πλασέμπο ή καμία θεραπεία και διαπίστωσε ότι το 27% της ανταπόκρισης στη θεραπεία οφειλόταν στη δράση του κανονικού φαρμάκου.
Ακολούθησε επανεξέταση το 2008, για την οποία επικαλέστηκε τον Νόμο περί ελευθερίας των πληροφοριών προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε αδημοσίευτες μελέτες, και διαπίστωσε ότι, συμπεριλαμβανόμενων αυτών, τα αντικαταθλιπτικά ξεπερνούσαν σε απόδοση το εικονικά φάρμακα μόνο σε 20 από τις 46 δοκιμές (λιγότερες από τις μισές!) και ότι η συνολική διαφορά ανάμεσα στα κανονικά και τα εικονικά φάρμακα ήταν 1,7 μονάδες στην Κλίµακα Κατάθλιψης του Hamilton. Αυτή η μικρή προσαύξηση ήταν κλινικά ασήμαντη και πιθανόν αναφερόταν στις παρενέργειες από τη χρήση του φαρμάκου (καταστολή ή εγρήγορση).
Ο Kirsch ανακάλυψε ότι οι ασθενείς που υπέφεραν από σοβαρή κατάθλιψη είχαν μικρότερη ανταπόκριση στα εικονικά φάρμακα, ενδεχομένως δίνοντας την εντύπωση κάποιας αυξημένης αποτελεσματικότητας των φαρμάκων, όπως βρέθηκε από τον δρα Fournier και άλλους. Όταν χρησιμοποιήθηκε ενεργό ψευδοφάρμακο, η Βάση Δεδομένων Κοχρέιν βρήκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στα κανονικά φάρμακα και τα εικονικά εξαφανίστηκε, προσδίδοντας αξιοπιστία στον ισχυρισμό ότι το αδρανές ψευδοφάρμακο ενισχύει την αποτελεσματικότητα των κανονικών.
Σε απάντηση των συστάσεων που δόθηκαν το 2005 από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Κλινικής Αριστείας (NICE) ότι οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης πρέπει να χορηγούνται πρώτοι στη θεραπευτική αγωγή κατά της κατάθλιψης, οι Kirsch και Moncrieff επισήμαναν ότι τα δεδομένα της NICE έδειχναν διαφορά 1 μονάδας στην Κλίµακα Κατάθλιψης του Hamilton ανάμεσα στα κανονικά και τα εικονικά φάρμακα κι ότι το εύρημα δεν αφορούσε τους ασθενείς που έπασχαν από πιο βαριά κατάθλιψη.
Η διαπίστωση της τεράστιας επίδρασης των εικονικών φαρμάκων αναφέρθηκε επίσης και σε δύο διαφορετικές μετα-αναλύσεις του δρος Khan και άλλων που βρήκαν διαφορά 10% ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα των εικονικών φαρμάκων και των αντικαταθλιπτικών καθώς και παρεμφερή ποσοστά αυτοκτονιών. Η μεγαλύτερη μη χρηματοδοτούμενη από τη βιομηχανία των φαρμάκων μελέτη κόστισε στο δημόσιο 35.000.000 δολάρια, συμμετείχαν 4000 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Celexa (η έρευνα δεν ήταν τυφλή, οπότε γνώριζαν τι φάρμακο είχαν λάβει) και οι μισοί από αυτούς παρουσίασαν βελτίωση σε 8 εβδομάδες. Εκείνοι που δεν βελτιώθηκαν άλλαξαν αγωγή κι έλαβαν Wellbutrin , Effexor ή Zoloft ή «ενισχύθηκαν» με Buspar ή Wellbutrin.
Μπορείτε να μαντέψετε τη συνέχεια; Ανεξάρτητα από την αγωγή που ακολούθησαν, παρουσίασαν ύφεση των συμπτωμάτων στο ίδιο εντυπωσιακό ποσοστό 18-30%. Μόνο το 3% των ασθενών βρισκόταν σε ύφεση για 12 μήνες.
Τι πειράζει λοιπόν αν η ύφεση οφείλεται στο φαινόμενο πλασέμπο; Αποτελέσματα υπάρχουν, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, οπότε ποιός ενδιαφέρεται; Σε αυτό το σημείο πάντως, εγώ και άλλοι ψυχίατροι και επαγγελματίες υγείας ενδιαφερόμαστε: για πρώτη φορά συνειδητοποίησα την εξαρτησιογόνα φύση αυτών των φαρμάκων όταν διέκοψα τη λήψη του Zoloft σε μια ασθενή εν αναμονή μιας εγκυμοσύνης κατά το προσεχές έτος, η οποία βίωσε για περίπου 6 μήνες παρατεταμένο στερητικό σύνδρομο που ξεκίνησε δύο μήνες μετά την τελευταία δόση. Αυτό ήταν κάτι του οποίου η αντιμετώπιση δεν συμπεριλαμβανόταν στην εκπαίδευσή μου.
Τι ακριβώς κάνουν αυτά τα φάρμακα; Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουμε ελάχιστα. Μας αρέσει να προσκολλόμαστε σε απλές εξηγήσεις, αλλά ακόμη και τα ονόματα των διαφόρων αντικαταθλιπτικών και των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης και της νορεπινεφρίνης είναι παραπλανητικά.
Τα φάρμακα αυτά απέχουν πολύ από τον προσδιορισμό «επιλεκτικά». Σε μια σημαντική ανάλυσή του ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (NIMH) ισχυρίστηκε ότι τα αντικαταθλιπτικά «δημιουργούν διαταραχές στη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών» αναγκάζοντας τον οργανισμό να αντισταθμίσει την αλλαγή μέσω μιας σειράς προσαρμογών που επέρχονται μετά από «χρόνια χορήγηση» και που οδηγούν τον εγκέφαλο να λειτουργεί, μετά από μερικές εβδομάδες, με έναν τρόπο «ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικό από τη φυσιολογική του κατάσταση».
Οι αλλαγές στην πυκνότητα των β-αδρενεργικών υποδοχέων, η ευαισθησία του αυτοϋποδοχέως σεροτονίνης και η ροή της σεροτονίνης συμβαίνουν στην προσπάθεια του οργανισμού να ανταποδώσει την επίθεση του φαρμάκου.
Ο δρ Andrews και άλλοι το ονόμασαν αυτό «αντιθετική ανοχή» και μέσα από μια προσεκτική μετα-ανάλυση 46 μελετών απέδειξαν ότι ο κίνδυνος υποτροπής του ασθενούς είναι ευθέως ανάλογος με το πόσο «δραστική» είναι η φαρμακευτική αγωγή, και ο οποίος βέβαια θα είναι πάντα υψηλότερος σε σχέση με τα εικονικά φάρμακα (44,6% έναντι 24,7%). Αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα της μειωμένης υποτροπής που οφειλόταν στη συνεχή φαρμακευτική αγωγή θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αντίδραση που προκαλείται από τη διακοπή μιας ουσίας στην οποία ο οργανισμός έχει αναπτύξει ανοχή. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα αναφέρουν τα εξής: Για παράδειγμα, σε φυσικές μελέτες ασθενείς που δεν υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή είχαν πολύ μικρότερα επεισόδια κατάθλιψης και καλύτερες μακροπρόθεσμες προοπτικές συγκριτικά με τους ασθενείς που έπαιρναν φάρμακα (Coryell et al., 1995, Goldberg et al., 1998, Posternak et al., 2006). Πολλές από αυτές τις μελέτες έχουν δείξει ότι η μέση διάρκεια ενός επεισοδίου μείζονος κατάθλιψης χωρίς θεραπεία είναι 12-13 εβδομάδες (Coryell et al., 1995, Posternak et al., 2006).
Δεδομένου ότι η άμεση αντικαταθλιπτική αγωγή της μείζονος κατάθλιψης απαιτεί αρκετές εβδομάδες προκειμένου να μειώσει τα συμπτώματα, η διάρκεια των επεισοδίων χωρίς αγωγή είναι πολύ μικρότερη από τη συνιστώμενη διάρκεια της θεραπείας με φάρμακα. Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία με φάρμακα μπορεί να καθυστερήσει τη θεραπεία των καταθλιπτικών επεισοδίων».
Οι ερευνητές του Χάρβαρντ κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το 50% των ασθενών που διέκοψαν τα φάρμακα υποτροπίασαν μέσα σε 14 μήνες. Για του λόγου το αληθές: Η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη…είναι πιθανόν οι αντικαταθλιπτικοί παράγοντες να τροποποιήσουν τη σύνδεση των νευρωνικών συνάψεων, πράγμα το οποίο όχι μόνο καθιστά αναποτελεσματικά τα αντικαταθλιπτικά, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει μια μόνιμη, μη αντιμετωπίσιμη καταθλιπτική κατάσταση».
Καταναλωτές προσοχή!
Σε αυτό το σημείο θα πούμε για τα μικρά γνωστά άσχημα αποτελέσματα που σχετίζονται με τη μακροχρόνια φαρμακευτική θεραπεία. Δεν θα επικεντρωθούμε στον κίνδυνο αυτοκτονίας και χρήσης βίας, αιμορραγίας ή ακόμη και καταστολής της λίμπιντο και σεξουαλικής δυσλειτουργίας ή απάθειας (ή της εξάρτησης από τη «μαγευτική γοητεία των φαρμάκων», όπως την αποκαλεί ο δρ Peter Breggin), την αύξηση του σωματικού βάρους και τη δυσγλυκαιμία. Ας επικεντρωθούμε στα στοιχεία που δείχνουν τον τρόπο που η ικανότητά σας να λειτουργήσετε μακροπρόθεσμα έχοντας κατάθλιψη σαμποτάρεται σε σημαντικό βαθμό λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία του πρώτου επεισοδίου κατάθλιψης.
Το ζήτημα αυτό διερευνήθηκε από τον Robert Whitaker και μπορεί να συνοψιστεί στις ακόλουθες μελέτες. Μακροχρόνιες μελέτες απέδειξαν κακή έκβαση λειτουργικότητας για όσους έλαβαν φαρμακευτική θεραπεία με το 60% των ασθενών να εξακολουθούν να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ένα χρόνο (παρ’ όλο που παρουσίασαν παροδική βελτίωση μέσα στους πρώτους 3 μήνες). Δύο μελέτες υποστηρίζουν ότι αν μια σοβαρή ψυχολογική κατάσταση ελεγχθεί από την αρχή, είναι πιθανότερη η ύπαρξη χειρότερης έκβασης για όσους λαμβάνουν φάρμακα με συνταγή γιατρού:
Η μία υποστήριξε ότι ασθενείς που δεν ακολούθησαν ποτέ φαρμακευτική αγωγή παρουσίασαν βελτίωση σε ποσοστό 62% σε 6 μήνες, ενώ ασθενείς που έλαβαν φάρμακα παρουσίασαν μείωση των συμπτωμάτων μόνο κατά 33%. Η δεύτερη μελέτη πραγματοποίησε έρευνα σε ασθενείς με κατάθλιψη σε 15 πόλεις και διαπιστώθηκε ότι στο τέλος του έτους εκείνοι που δεν είχαν εκτεθεί σε ψυχοτρόπα φάρμακα διέθεταν πολύ καλύτερη γενική υγεία κι ότι τα συμπτώματά τους ήταν πολύ πιο ήπια, ενώ ταυτόχρονα είχαν λιγότερες πιθανότητες να εξακολουθούν να είναι «ψυχικά άρρωστοι».
Οι αποκαλύψεις δεν τελείωσαν ακόμα.
Σε μια αναδρομική έρευνα 10 ετών που έγινε στην Ολλανδία, το 76% των ατόμων με κατάθλιψη που δεν έλαβε φάρμακα συνήλθε χωρίς υποτροπή συγκριτικά με το 50% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε αγωγή. Σε αντίθεση με το χάος των αντιφατικών μελετών γύρω από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, δεν υπάρχουν συγκρίσιμες μελέτες που να δείχνουν μακροπρόθεσμα θετικότερα αποτελέσματα σε όσους έλαβαν αντικαταθλιπτικά.
Ίσως εκείνο που απασχολεί περισσότερο έναν γιατρό ολιστικής προσέγγισης είναι τα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η μακροχρόνια θεραπεία με αντικαταθλιπτικά υπονομεύει στην πραγματικότητα τα γνωστό και προφανή οφέλη της άσκησης! Τα οφέλη της άσκησης στη θεραπεία της κατάθλιψης ήταν παρόμοια με αυτά από τη χρήση του Zoloft αλλά μειώνονταν όταν συνδυάζονταν με το Zoloft, ενώ οι ασθενείς υποτροπίασαν σε υψηλότερα ποσοστά συγκριτικά με τότε που ασκούνταν χωρίς λήψη φαρμάκων.
Η εμπορική εκμετάλλευση της ασθένειας
Ο Robert Whitaker μας βοηθά να θυμηθούμε κάτι: πριν από την ευρεία χρήση των αντικαταθλιπτικών, το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας είχε ενημερώσει το ευρύ κοινό ότι οι άνθρωποι συχνά επανέρχονται ύστερα από ένα καταθλιπτικό επεισόδιο και συνήθως δεν το παθαίνουν και δεύτερη φορά. Τώρα πλέον έχουμε ραγδαία αύξηση του ποσοστού δυσκολίας στη χορήγηση των ραγδαία αυξανόμενων ιατρικών συνταγών. Ο Whitaker συγκέντρωσε και ανέλυσε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι ημέρες εργασίας που χάνονται αυξάνονται με τη φαρμακευτική αγωγή, όπως επίσης και το ποσοστό μακροχρόνιας αναπηρίας (19% έναντι 9%), ενώ η συχνότητα απώλειας του «κύριου κοινωνικού ρόλου» και «ανικανότητας» είναι 3-7 φορές μεγαλύτερη με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Αντίθετα, το 85% των ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή ανάρρωσαν μέσα σε έναν χρόνο, με το 67% να το καταφέρνει μέσα σε 6 μήνες – μια πραγματικά αξιοζήλευτη στατιστική.
Τι συμβαίνει λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Από το ξεκίνημά του το 1952 και την περιβόητη ένταξη της ομοφυλοφιλίας ως ένα διαγνώσιμο σύνδρομο, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών έχει πλέον προσθέσει περισσότερες από 300 διαγνώσεις στην πέμπτη έκδοσή του, όλες κατόπιν γενικής συναίνεσης μιας επιτροπής αποτελούμενης από επαγγελματίες με αντικρουόμενα συμφέροντα και εμπλοκή φαρμακευτικών εταιρειών. O Allen Frances από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια αναφέρει: Η μαζική ιατρικοποίηση της κανονικότητας ευτελίζει τις ψυχικές διαταραχές και οδηγεί σε έναν κατακλυσμό από περιττές φαρμακευτικές αγωγές – ένα πραγματικό χρυσωρυχείο για τη φαρμακευτική βιομηχανία, αλλά ένα τεράστιο κόστος για τους νέους ψευδώς θετικούς ασθενείς που πιάνονται στο τεράστιο δίχτυ του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών».
Πρέπει να απελευθερώσουμε το ευρύ κοινό από τα «μάγια», να απορρίψουμε το μιμίδιο της σεροτονίνης και να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την κατάθλιψη (όπως επίσης και το άγχος, τη διπολική διαταραχή, τη σχιζοφρένεια, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή κλπ) γι’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα – μια απελπισμένη έκφραση του οργανισμού που αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε κάποιον στρεσογόνο παράγοντα. Πρέπει να εντοπίζουμε τα τρωτά σημεία, τις στάσεις ζωής που μπορούν να τροποποιηθούν, να ενισχύσουμε τη βασική κυτταρική λειτουργία, την αποτοξίνωση και το ανοσοποιητικό σύστημα. Στην εξατομικευμένη φαρμακευτική αγωγή, αυτές οι αφηρημένες έννοιες χάνουν το νόημά τους, διότι εστιάζουν μόνο στο «τι» των συμπτωμάτων με έναν ιμπρεσιονιστικό, μη ακριβή τρόπο. Τόσο χρήσιμο όσο το να ισχυριζόμαστε ότι ο πυρετός είναι η ασθένεια και το παυσίπονο η θεραπεία. Η Ψυχιατρική έχει τραγουδήσει το κύκνειο άσμα της κι ο γοερός θρήνος της ακούγεται ακόμα.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η δρ Brogan ασχολείται με την Ψυχιατρική, την Ψυχοσωματική Ιατρική, την Ψυχιατρική της Αναπαραγωγής και την Ολιστική Ιατρική και εφαρμόζει τη Λειτουργική Ιατρική, η οποία προσεγγίζει την ασθένεια ως μια εκδήλωση στα αλληλένδετα συστήματα του οργανισμού. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στη Γνωστική Νευροεπιστήμη στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, σπούδασε και πήρε υποτροφία στο Μπελιβό / Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης. Είναι μία από τους λίγους γιατρούς με εκπαίδευση στην Περιγεννητική Ψυχιατρική εφαρμόζοντας ολιστική προσέγγιση κατά τη διάρκεια θεραπείας των ασθενών με έμφαση στην περιβαλλοντική ιατρική και τη διατροφή. Είναι μητέρα δύο παιδιών και ενεργή υποστηρίκτρια της εμπειρίας του τοκετού, των δικαιωμάτων γεννήσεων των γυναικών καθώς και του περιορισμού των περιττών παρεμβάσεων, γεγονός που πηγάζει από την εμπειρία της στην ανάλυση δεδομένων ασφαλείας και τη συγκατάθεση των ασθενών ύστερα από ενημέρωσή τους σχετικά με τις ιατρικές πρακτικές. Είναι ιατρική διευθύντρια της εκπομπής «Fearless Parent» και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής «GreenMedInfo.com» και «Pathways to Family Wellness». Εργάζεται στη Νέα Υόρκη και διδάσκει στο Μπελιβό / Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης.
Πηγή
Via